Translation meaning & definition of the word "aftertaste" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεύση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aftertaste
[Επίγευση]/æftərtest/
noun
1. An afterimage of a taste
- synonym:
- aftertaste
1. Μια μετεικόνα μιας γεύσης
- συνώνυμο:
- επίγευση
Examples of using
From my experience, love is like chestnut honey. It's sweet but leaves a bitter aftertaste.
Από την εμπειρία μου, η αγάπη είναι σαν το μέλι καστανιάς. Είναι γλυκό αλλά αφήνει μια πικρή επίγευση.
What remained was a bitter aftertaste.
Αυτό που απέμεινε ήταν μια πικρή επίγευση.
It leaves a bad aftertaste.
Αφήνει μια κακή επίγευση.