Translation meaning & definition of the word "afresh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νέα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Afresh
[Ανανεώνω]/əfrɛʃ/
adverb
1. Again but in a new or different way
- "Start afresh"
- "Wanted to write the story anew"
- "Starting life anew in a fresh place"
- synonym:
- afresh ,
- anew
1. Και πάλι, αλλά με νέο ή διαφορετικό τρόπο
- "Ξεκινήστε νέα"
- "Θέλω να γράψω εκ νέου την ιστορία"
- "Ξεκινώντας τη ζωή εκ νέου σε ένα φρέσκο μέρος"
- συνώνυμο:
- εκ νέου