Translation meaning & definition of the word "afoot" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Afoot
[Αφαιρώ]/əfʊt/
adjective
1. Traveling by foot
- "She was afoot when i saw her this morning"
- synonym:
- afoot(p)
1. Ταξιδεύοντας με τα πόδια
- "Ήταν μακριά όταν την είδα σήμερα το πρωί"
- συνώνυμο:
- αφοτ()<TAG1>
2. Currently in progress
- "There is mischief afoot"
- "Plans are afoot"
- "Preparations for the trial are underway"
- synonym:
- afoot(p) ,
- underway
2. Επί του παρόντος σε εξέλιξη
- "Υπάρχει αναστάτωση"
- "Τα σχέδια είναι εν εξελίξει"
- "Οι προετοιμασίες για τη δίκη βρίσκονται σε εξέλιξη"
- συνώνυμο:
- αφοτ()<TAG1> ,
- εν εξελίξει
adverb
1. On foot
- Walking
- "They went to the village afoot"
- "Quail are hunted either afoot or on horseback"
- synonym:
- afoot
1. Με τα πόδια
- Περπατώντας
- "Πήγαν στο χωριό μακριά"
- "Τα σκουλήκια κυνηγούνται είτε από τη βόλτα είτε από το άλογο"
- συνώνυμο:
- εξαφανίζω