Translation meaning & definition of the word "aflame" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφλόγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aflame
[Αφλάε]/əflem/
adjective
1. Keenly excited (especially sexually) or indicating excitement
- "His face all ablaze with excitement"- bram stoker
- "He was aflame with desire"
- synonym:
- ablaze ,
- aflame ,
- aroused
1. Έντονα ενθουσιασμένος (ειδικά σεξουαλικά) ή υποδεικνύοντας ενθουσιασμό
- "Αντιμετωπίζει όλους τους φλεγόμενους με ενθουσιασμό" - μπραμ στόκερ
- "Ήταν φλογερός με την επιθυμία"
- συνώνυμο:
- φλεγόμενοσ ,
- φλογέρα ,
- προκαλεί
2. Lighted up by or as by fire or flame
- "Forests set ablaze (or afire) by lightning"
- "Even the car's tires were aflame"
- "A night aflare with fireworks"
- "Candles alight on the tables"
- "Houses on fire"
- synonym:
- ablaze(p) ,
- afire(p) ,
- aflame(p) ,
- aflare(p) ,
- alight(p) ,
- on fire(p)
2. Φωτίζεται από ή όπως με τη φωτιά ή τη φλόγα
- "Τα δάση αφαιρούν το ( ή το αφιε) από τον κεραυνό"
- "Ακόμα και τα ελαστικά του αυτοκινήτου ήταν φλογερά"
- "Μια νύχτα φωτογραφία με πυροτεχνήματα"
- "Καλσόνια αναμμένα στα τραπέζια"
- "Σπίτια στη φωτιά"
- συνώνυμο:
- αφλαζ()<TAG1> ,
- αφηρυ() ,
- αφλαμε() ,
- αφλαρε() ,
- αλφατ() ,
- στη φωτιά()