Translation meaning & definition of the word "afield" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφιερωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Afield
[Αποφύγει]/əfild/
adverb
1. Far away from home or one's usual surroundings
- "Looking afield for new lands to conquer"- r.a.hall
- synonym:
- afield ,
- abroad
1. Μακριά από το σπίτι ή το συνηθισμένο περιβάλλον κάποιου
- "Κοιτάζοντας μακριά για νέα εδάφη για να κατακτήσει"- ρ.α.χαλ
- συνώνυμο:
- από ,
- εξωτερικό
2. In or into a field (especially a field of battle)
- "The armies were afield, challenging the enemy's advance"
- "Unlawful to carry hunting rifles afield until the season opens"
- synonym:
- afield
2. Σε ή σε ένα πεδίο (ειδικά ένα πεδίο μάχης)
- "Οι στρατοί ήταν μακριά, αμφισβητώντας την πρόοδο του εχθρού"
- "Παράνομη η μεταφορά κυνηγετικών τουφεκιών στην άκρη μέχρι να ανοίξει η σεζόν"
- συνώνυμο:
- από
3. Off the subject
- Beyond the point at issue
- "Such digressions can lead us too far afield"
- synonym:
- afield
3. Εκτός θέματος
- Πέρα από το επίμαχο θέμα
- "Τέτοιες ανασκαφές μπορούν να μας οδηγήσουν πολύ μακριά"
- συνώνυμο:
- από