Translation meaning & definition of the word "affluent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affluent
[Ευκατάστατοσ]/æfluənt/
noun
1. An affluent person
- A person who is financially well off
- "The so-called emerging affluents"
- synonym:
- affluent
1. Ένας εύπορος άνθρωπος
- Ένας άνθρωπος που είναι οικονομικά καλά
- "Οι λεγόμενοι αναδυόμενοι εύποροι"
- συνώνυμο:
- εύπορος
2. A branch that flows into the main stream
- synonym:
- feeder ,
- tributary ,
- confluent ,
- affluent
2. Ένα κλαδί που ρέει στο κύριο ρεύμα
- συνώνυμο:
- τροφοδότησ ,
- παραπόταμοσ ,
- συμβολή ,
- εύπορος
adjective
1. Having an abundant supply of money or possessions of value
- "An affluent banker"
- "A speculator flush with cash"
- "Not merely rich but loaded"
- "Moneyed aristocrats"
- "Wealthy corporations"
- synonym:
- affluent ,
- flush ,
- loaded ,
- moneyed ,
- wealthy
1. Έχοντας άφθονη προσφορά χρημάτων ή αποκτημάτων αξίας
- "Ένας εύπορος τραπεζίτης"
- "Ένας κερδοσκόπος ξεπλένεται με μετρητά"
- "Όχι απλώς πλούσια αλλά φορτωμένη"
- "Χρήματα αριστοκράτες"
- "Πλούσιες εταιρείες"
- συνώνυμο:
- εύπορος ,
- επίπλευση ,
- φορτωμένοσ ,
- χρηματοδοτείται ,
- πλούσιος