Translation meaning & definition of the word "affliction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσαρμογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affliction
[Θλίψη]/əflɪkʃən/
noun
1. A state of great suffering and distress due to adversity
- synonym:
- affliction
1. Μια κατάσταση μεγάλου πόνου και δυσφορίας λόγω αντιξοότητας
- συνώνυμο:
- θλίψη
2. A condition of suffering or distress due to ill health
- synonym:
- affliction
2. Μια κατάσταση πόνου ή δυσφορίας λόγω κακής υγείας
- συνώνυμο:
- θλίψη
3. A cause of great suffering and distress
- synonym:
- affliction
3. Αιτία μεγάλης δυστυχίας και δυσφορίας
- συνώνυμο:
- θλίψη