Translation meaning & definition of the word "afflict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύγκρουση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Afflict
[Επιβάλλω]/əflɪkt/
verb
1. Cause great unhappiness for
- Distress
- "She was afflicted by the death of her parents"
- synonym:
- afflict
1. Προκαλεί μεγάλη δυστυχία για
- Δυσφορία
- "Ταλαιπωρήθηκε από το θάνατο των γονιών της"
- συνώνυμο:
- πλήττω
2. Cause physical pain or suffering in
- "Afflict with the plague"
- synonym:
- afflict ,
- smite
2. Προκαλέστε σωματικό πόνο ή υποφέρετε
- "Παλεύοντας με την πανούκλα"
- συνώνυμο:
- πλήττω ,
- χτύπημα