Translation meaning & definition of the word "affix" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άφιξ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affix
[Επιστρέφω]/æfɪks/
noun
1. A linguistic element added to a word to produce an inflected or derived form
- synonym:
- affix
1. Ένα γλωσσικό στοιχείο που προστίθεται σε μια λέξη για να παράγει μια καμπυλωμένη ή παράγωγη μορφή
- συνώνυμο:
- επισυνάπτω
verb
1. Attach to
- "Affix the seal here"
- synonym:
- affix ,
- stick on
1. Επισυνάπτω
- "Επισκευάστε τη σφραγίδα εδώ"
- συνώνυμο:
- επισυνάπτω ,
- επιμένω
2. Add to the very end
- "He appended a glossary to his novel where he used an invented language"
- synonym:
- append ,
- add on ,
- supplement ,
- affix
2. Προσθέστε στο τέλος
- "Προσάρτησε ένα γλωσσάρι στο μυθιστόρημά του, όπου χρησιμοποίησε μια εφευρεμένη γλώσσα"
- συνώνυμο:
- προσαρτώ ,
- προσθέτω ,
- συμπλήρωμα ,
- επισυνάπτω
3. Attach or become attached to a stem word
- "Grammatical morphemes affix to the stem"
- synonym:
- affix
3. Συνδέστε ή να συνδεθείτε με μια λέξη μίσχος
- "Γραμματικά μορφήματα προσαρτώνται στο στέλεχος"
- συνώνυμο:
- επισυνάπτω