Translation meaning & definition of the word "affirmative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβεβαιωτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affirmative
[Επιβεβαιωτικόσ]/əfərmətɪv/
noun
1. A reply of affirmation
- "He answered in the affirmative"
- synonym:
- affirmative
1. Απάντηση επιβεβαίωσης
- "Απάντησε καταφατικά"
- συνώνυμο:
- θετικόσ
adjective
1. Affirming or giving assent
- "An affirmative decision"
- "Affirmative votes"
- synonym:
- affirmative ,
- affirmatory
1. Επιβεβαίωση ή παροχή σύμφωνης γνώμης
- "Θετική απόφαση"
- "Επιβεβαιωτικές ψήφοι"
- συνώνυμο:
- θετικόσ ,
- καταφατικόσ
2. Expecting the best
- "An affirmative outlook"
- synonym:
- affirmative ,
- optimistic
2. Περιμένοντας το καλύτερο
- "Καταφατική προοπτική"
- συνώνυμο:
- θετικόσ ,
- αισιόδοξος
3. Expressing or manifesting praise or approval
- "Approbative criticism"
- "An affirmative nod"
- synonym:
- approving ,
- affirmative ,
- approbative ,
- approbatory ,
- plausive
3. Εκφράζοντας ή εκδηλώνοντας έπαινο ή έγκριση
- "Αντιφατική κριτική"
- "Καταφατικό νεύμα"
- συνώνυμο:
- έγκριση ,
- θετικόσ ,
- εγκριτικόσ ,
- εγκρίνοντασ ,
- πλακώδησ
Examples of using
Debate is an academic game between the affirmative and the negative.
Η συζήτηση είναι ένα ακαδημαϊκό παιχνίδι μεταξύ του καταφατικού και του αρνητικού.