Translation meaning & definition of the word "affirmation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβεβαίωση" στην ελληνική γλώσσα
Affirmation
[Επιβεβαίωση]noun
1. A statement asserting the existence or the truth of something
- synonym:
- avowal ,
- avouchment ,
- affirmation
1. Μια δήλωση που υποστηρίζει την ύπαρξη ή την αλήθεια κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- επιφυλακτικόσ ,
- εκδίκηση ,
- επιβεβαίωση
2. The act of affirming or asserting or stating something
- synonym:
- affirmation ,
- assertion ,
- statement
2. Η πράξη της επιβεβαίωσης ή της διεκδίκησης ή της δήλωσης κάτι
- συνώνυμο:
- επιβεβαίωση ,
- ισχυρισμός ,
- δήλωση
3. (religion) a solemn declaration that serves the same purpose as an oath (if an oath is objectionable to the person on religious or ethical grounds)
- synonym:
- affirmation
3. (ρελιγκιον) μια επίσημη δήλωση που εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό με έναν όρκο (αν ο όρκος είναι απαράδεκτος για το άτομο με θρησκευτικούς ή ηθικούς λόγους)
- συνώνυμο:
- επιβεβαίωση
4. A judgment by a higher court that the judgment of a lower court was correct and should stand
- synonym:
- affirmation
4. Απόφαση ανώτερου δικαστηρίου ότι η απόφαση ενός κατώτερου δικαστηρίου ήταν σωστή και πρέπει να ισχύει
- συνώνυμο:
- επιβεβαίωση