Translation meaning & definition of the word "affirm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβεβαίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affirm
[Επιβάλλω]/əfərm/
verb
1. Establish or strengthen as with new evidence or facts
- "His story confirmed my doubts"
- "The evidence supports the defendant"
- synonym:
- confirm ,
- corroborate ,
- sustain ,
- substantiate ,
- support ,
- affirm
1. Να δημιουργήσει ή να ενισχύσει όπως με νέα στοιχεία ή γεγονότα
- "Η ιστορία του επιβεβαίωσε τις αμφιβολίες μου"
- "Τα στοιχεία υποστηρίζουν τον κατηγορούμενο"
- συνώνυμο:
- επιβεβαιώνω ,
- συντηρώ ,
- τεκμηριώνω ,
- υποστήριξη ,
- βεβαιώνω
2. To declare or affirm solemnly and formally as true
- "Before god i swear i am innocent"
- synonym:
- affirm ,
- verify ,
- assert ,
- avow ,
- aver ,
- swan ,
- swear
2. Να δηλώνει ή να επιβεβαιώνει επίσημα και επίσημα ως αληθινό
- "Πριν από τον θεό ορκίζομαι ότι είμαι αθώος"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω ,
- επαληθεύω ,
- διεκδικώ ,
- ομολογώ ,
- παραπάνω ,
- κύκνος ,
- ορκίζομαι
3. Say yes to
- synonym:
- affirm
3. Πες ναι στο
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω