Translation meaning & definition of the word "affinity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγγένεια" στην ελληνική γλώσσα
Affinity
[Συγγένεια]noun
1. (immunology) the attraction between an antigen and an antibody
- synonym:
- affinity
1. (ανοσολογία) η έλξη μεταξύ ενός αντιγόνου και ενός αντισώματος
- συνώνυμο:
- συγγένεια
2. (anthropology) kinship by marriage or adoption
- Not a blood relationship
- synonym:
- affinity
2. (ανθρωπολογία) συγγένεια με γάμο ή υιοθεσία
- Όχι μια σχέση αίματος
- συνώνυμο:
- συγγένεια
3. (biology) state of relationship between organisms or groups of organisms resulting in resemblance in structure or structural parts
- "In anatomical structure prehistoric man shows close affinity with modern humans"
- synonym:
- affinity ,
- phylogenetic relation
3. (βιολογία) κατάσταση σχέσης μεταξύ οργανισμών ή ομάδων οργανισμών με αποτέλεσμα την ομοιότητα στη δομή ή τα δομικά μέρη
- "Στην ανατομική δομή ο προϊστορικός άνθρωπος δείχνει στενή συγγένεια με τους σύγχρονους ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- συγγένεια ,
- φυλογενετική σχέση
4. A close connection marked by community of interests or similarity in nature or character
- "Found a natural affinity with the immigrants"
- "Felt a deep kinship with the other students"
- "Anthropology's kinship with the humanities"
- synonym:
- affinity ,
- kinship
4. Μια στενή σύνδεση που χαρακτηρίζεται από κοινότητα συμφερόντων ή ομοιότητας στη φύση ή το χαρακτήρα
- "Βρήκε μια φυσική συγγένεια με τους μετανάστες"
- "Ένιωσα μια βαθιά συγγένεια με τους άλλους μαθητές"
- "Η συγγένεια της ανθρωπολογίας με τις ανθρωπιστικές επιστήμες"
- συνώνυμο:
- συγγένεια
5. The force attracting atoms to each other and binding them together in a molecule
- "Basic dyes have an affinity for wool and silk"
- synonym:
- affinity ,
- chemical attraction
5. Η δύναμη προσελκύει άτομα το ένα στο άλλο και τα συνδέει μεταξύ τους σε ένα μόριο
- "Οι βασικές βαφές έχουν συγγένεια με το μαλλί και το μετάξι"
- συνώνυμο:
- συγγένεια ,
- χημική έλξη
6. Inherent resemblance between persons or things
- synonym:
- affinity
6. Εγγενής ομοιότητα μεταξύ ατόμων ή πραγμάτων
- συνώνυμο:
- συγγένεια
7. A natural attraction or feeling of kinship
- "An affinity for politics"
- "The mysterious affinity between them"
- "James's affinity with sam"
- synonym:
- affinity
7. Μια φυσική έλξη ή αίσθηση συγγένειας
- "Συγγένεια για την πολιτική"
- "Η μυστηριώδης συγγένεια μεταξύ τους"
- "Η συγγένεια του ιακώβου με τον σαμ"
- συνώνυμο:
- συγγένεια