Translation meaning & definition of the word "affidavit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affidavit
[Αντιπαράθεση]/æfədevət/
noun
1. Written declaration made under oath
- A written statement sworn to be true before someone legally authorized to administer an oath
- synonym:
- affidavit
1. Γραπτή δήλωση που έγινε με όρκο
- Μια γραπτή δήλωση που ορκίζεται να είναι αληθινή ενώπιον κάποιου νομικά εξουσιοδοτημένου να δώσει όρκο
- συνώνυμο:
- επιτιμητικόσ