Translation meaning & definition of the word "affective" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναισθηματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affective
[Συναισθηματικός]/əfɛktɪv/
adjective
1. Characterized by emotion
- synonym:
- affectional ,
- affective ,
- emotive
1. Χαρακτηρίζεται από συναίσθημα
- συνώνυμο:
- συναισθηματικόσ