Translation meaning & definition of the word "affectionately" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαρκώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affectionately
[Στοργικά]/əfɛkʃənətli/
adverb
1. With affection
- "She loved him dearly"
- "He treats her affectionately"
- synonym:
- dearly ,
- affectionately ,
- dear
1. Με στοργή
- "Τον αγαπούσε πολύ"
- "Την αντιμετωπίζει με αγάπη"
- συνώνυμο:
- ακριβά ,
- στοργικά ,
- αγαπητέ