Translation meaning & definition of the word "affecting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επηρεάζοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affecting
[Επηρεάζει]/əfɛktɪŋ/
adjective
1. Arousing affect
- "The homecoming of the released hostages was an affecting scene"
- "Poignant grief cannot endure forever"
- "His gratitude was simple and touching"
- synonym:
- affecting ,
- poignant ,
- touching
1. Επηρεάζει
- "Η επιστροφή των ομήρων που απελευθερώθηκαν ήταν μια σκηνή που επηρεάζει"
- "Η καταδικασμένη θλίψη δεν μπορεί να αντέξει για πάντα"
- "Η ευγνωμοσύνη του ήταν απλή και συγκινητική"
- συνώνυμο:
- επηρεάζω ,
- πονηρόσ ,
- αγγίζω