Translation meaning & definition of the word "affected" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "επηρεάζεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affected
[Επηρεάζεται]/əfɛktɪd/
adjective
1. Acted upon
- Influenced
- synonym:
- affected
1. Ενήργησε
- Επηρεασμένος
- συνώνυμο:
- προσβεβλημένοσ
2. Speaking or behaving in an artificial way to make an impression
- synonym:
- affected ,
- unnatural
2. Μιλώντας ή συμπεριφέροντας με τεχνητό τρόπο για να κάνει μια εντύπωση
- συνώνυμο:
- προσβεβλημένοσ ,
- αφύσικο
3. Being excited or provoked to the expression of an emotion
- "Too moved to speak"
- "Very touched by the stranger's kindness"
- synonym:
- moved(p) ,
- affected ,
- stirred ,
- touched
3. Να είναι ενθουσιασμένοι ή να προκαλούνται στην έκφραση ενός συναισθήματος
- "Πήγαινα να μιλήσω"
- "Πολύ συγκινημένος από την καλοσύνη του ξένου"
- συνώνυμο:
- κινητο() ,
- προσβεβλημένοσ ,
- αναδεύεται ,
- άγγιξε
Examples of using
I wasn't a bit affected by the news of his death.
Δεν με επηρέασε λίγο η είδηση του θανάτου του.
Her husband's success hasn't affected her attitude toward old friends.
Η επιτυχία του συζύγου της δεν έχει επηρεάσει τη στάση της απέναντι σε παλιούς φίλους.
A lack of sleep affected the singer's performance.
Η έλλειψη ύπνου επηρέασε την απόδοση του τραγουδιστή.