Translation meaning & definition of the word "affable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσβάσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Affable
[Προσβλητόσ]/æfəbəl/
adjective
1. Diffusing warmth and friendliness
- "An affable smile"
- "An amiable gathering"
- "Cordial relations"
- "A cordial greeting"
- "A genial host"
- synonym:
- affable ,
- amiable ,
- cordial ,
- genial
1. Διάχυση ζεστασιάς και φιλικότητας
- "Ένα ευχάριστο χαμόγελο"
- "Μια αξιόπιστη συγκέντρωση"
- "Καταπληκτικές σχέσεις"
- "Ένας εγκάρσιος χαιρετισμός"
- "Μια γενική οικοδέσποινα"
- συνώνυμο:
- ευπαθήσ ,
- ευγενικός ,
- εγκάρδια ,
- γενικό