Translation meaning & definition of the word "aesthetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισθητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aesthetic
[Αισθητική]/ɛsθɛtɪk/
noun
1. (philosophy) a philosophical theory as to what is beautiful
- "He despised the esthetic of minimalism"
- synonym:
- aesthetic ,
- esthetic
1. (φιλοσοφία) μια φιλοσοφική θεωρία για το τι είναι όμορφο
- "Περιφρονούσε την αισθητική του μινιμαλισμού"
- συνώνυμο:
- αισθητικός
adjective
1. Relating to or dealing with the subject of aesthetics
- "Aesthetic values"
- synonym:
- aesthetic ,
- esthetic
1. Σχετικά με ή αντιμετωπίζοντας το θέμα της αισθητικής
- "Αισθητικές τιμές"
- συνώνυμο:
- αισθητικός
2. Concerning or characterized by an appreciation of beauty or good taste
- "The aesthetic faculties"
- "An aesthetic person"
- "Aesthetic feeling"
- "The illustrations made the book an aesthetic success"
- synonym:
- aesthetic ,
- esthetic ,
- aesthetical ,
- esthetical
2. Σχετικά ή χαρακτηρίζονται από την εκτίμηση της ομορφιάς ή της καλής γεύσης
- "Οι αισθητικές ικανότητες"
- "Ένα αισθητικό πρόσωπο"
- "Αισθητικό συναίσθημα"
- "Οι εικόνες έκαναν το βιβλίο μια αισθητική επιτυχία"
- συνώνυμο:
- αισθητικός ,
- αισθητικόσ ,
- αισθητική
3. Aesthetically pleasing
- "An artistic flower arrangement"
- synonym:
- aesthetic ,
- esthetic ,
- artistic
3. Αισθητικά ευχάριστο
- "Μια καλλιτεχνική διάταξη λουλουδιών"
- συνώνυμο:
- αισθητικός ,
- καλλιτεχνικόσ