Translation meaning & definition of the word "aerial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αεροπορική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aerial
[Εναέριος]/ɛriəl/
noun
1. A pass to a receiver downfield from the passer
- synonym:
- forward pass ,
- aerial
1. Ένα πέρασμα σε έναν δέκτη από τον περαστικό
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- εναέρια
2. An electrical device that sends or receives radio or television signals
- synonym:
- antenna ,
- aerial ,
- transmitting aerial
2. Μια ηλεκτρική συσκευή που στέλνει ή λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα
- συνώνυμο:
- κεραία ,
- εναέρια ,
- μετάδοση της κεραίας
adjective
1. Existing or living or growing or operating in the air
- "Aerial roots of a philodendron"
- "Aerial particles"
- "Small aerial creatures such as butterflies"
- "Aerial warfare"
- "Aerial photography"
- "Aerial cable cars"
- synonym:
- aerial
1. Υπάρχουσα ή ζωντανή ή αναπτυσσόμενη ή λειτουργεί στον αέρα
- "Αέριες ρίζες ενός φιλόδενδρου"
- "Αέρια σωματίδια"
- "Μικρά εναέρια πλάσματα όπως πεταλούδες"
- "Αεροπορικός πόλεμος"
- "Αεροφωτογραφία"
- "Αεροπορικά αυτοκίνητα"
- συνώνυμο:
- εναέρια
2. Characterized by lightness and insubstantiality
- As impalpable or intangible as air
- "Figures light and aeriform come unlooked for and melt away"- thomas carlyle
- "Aerial fancies"
- "An airy apparition"
- "Physical rather than ethereal forms"
- synonym:
- aeriform ,
- aerial ,
- airy ,
- aery ,
- ethereal
2. Χαρακτηρίζεται από ελαφρότητα και ανυπόστατη
- Ως αδιάβλητος ή άυλος ως αέρας
- "Τα σχήματα του φωτός και της αεροτομής έρχονται χωρίς να τα παρακολουθήσουν και να λιώσουν" - τόμας καρλάιλ
- "Αεροπορικές φαντασιώσεις"
- "Ευάερη εμφάνιση"
- "Φυσικές και όχι αιθέριες μορφές"
- συνώνυμο:
- αεροειδής ,
- εναέρια ,
- ευάεροσ ,
- αερίων ,
- αιθέρια
Examples of using
The town was subjected to an aerial attack.
Η πόλη υπέστη εναέρια επίθεση.
The aerial on our radio needs fixing.
Η εναέρια στο ραδιόφωνό μας χρειάζεται στερέωση.