Translation meaning & definition of the word "advisory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβουλευτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Advisory
[Συμβουλευτικόσ]/ædvaɪzəri/
noun
1. An announcement that usually advises or warns the public of some threat
- "A frost advisory"
- synonym:
- advisory
1. Μια ανακοίνωση που συνήθως συμβουλεύει ή προειδοποιεί το κοινό για κάποια απειλή
- "Συμβουλευτική παγετού"
- συνώνυμο:
- συμβουλευτικόσ
adjective
1. Giving advice
- "An advisory memorandum", "his function was purely consultative"
- synonym:
- advisory ,
- consultative ,
- consultatory ,
- consultive
1. Δίνοντας συμβουλές
- "Ένα συμβουλευτικό μνημόνιο", "η λειτουργία του ήταν καθαρά συμβουλευτική"
- συνώνυμο:
- συμβουλευτικόσ