Translation meaning & definition of the word "adviser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύμβουλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adviser
[Σύμβουλος]/ædvaɪzər/
noun
1. An expert who gives advice
- "An adviser helped students select their courses"
- "The united states sent military advisors to guatemala"
- synonym:
- adviser ,
- advisor ,
- consultant
1. Ένας ειδικός που δίνει συμβουλές
- "Ένας σύμβουλος βοήθησε τους μαθητές να επιλέξουν τα μαθήματά τους"
- "Οι ηπα έστειλαν στρατιωτικούς συμβούλους στη γουατεμάλα"
- συνώνυμο:
- σύμβουλος
Examples of using
He was appointed adviser to the board.
Διορίστηκε σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου.
The scientific adviser doesn't share his student's optimism.
Ο επιστημονικός σύμβουλος δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία του μαθητή του.
His most important adviser was Henry Kissinger.
Ο σημαντικότερος σύμβουλός του ήταν ο Χένρι Κίσινγκερ.