Translation meaning & definition of the word "advise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβουλευτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Advise
[Συμβουλεύω]/ædvaɪz/
verb
1. Give advice to
- "The teacher counsels troubled students"
- "The lawyer counselled me when i was accused of tax fraud"
- synonym:
- rede ,
- advise ,
- counsel
1. Δίνω συμβουλές σε
- "Ο δάσκαλος συμβουλεύει τους προβληματικούς μαθητές"
- "Ο δικηγόρος με συμβούλευσε όταν κατηγορήθηκα για φορολογική απάτη"
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω ,
- συμβουλεύω
2. Inform (somebody) of something
- "I advised him that the rent was due"
- synonym:
- advise ,
- notify ,
- give notice ,
- send word ,
- apprise ,
- apprize
2. Ενημερώστε (κάποιος) για κάτι
- "Τον συμβούλεψα ότι το ενοίκιο ήταν απαραίτητο"
- συνώνυμο:
- συμβουλεύω ,
- κοινοποιώ ,
- ειδοποιώ ,
- στείλτε λέξη ,
- ανασκευή ,
- επιφυλάσσω
3. Make a proposal, declare a plan for something
- "The senator proposed to abolish the sales tax"
- synonym:
- propose ,
- suggest ,
- advise
3. Κάντε μια πρόταση, δηλώστε ένα σχέδιο για κάτι
- "Ο γερουσιαστής πρότεινε την κατάργηση του φόρου επί των πωλήσεων"
- συνώνυμο:
- προτείνω ,
- συμβουλεύω
Examples of using
I asked Tom what he'd advise.
Ρώτησα τον Τομ τι θα συμβούλευε.
What do you advise me to do?
Τι με συμβουλεύετε να κάνω?
I wouldn't advise that.
Δεν θα το συμβούλευα αυτό.