Translation meaning & definition of the word "advertiser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφημιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Advertiser
[Διαφημιστήσ]/ædvərtaɪzər/
noun
1. Someone whose business is advertising
- synonym:
- advertiser ,
- advertizer ,
- adman
1. Κάποιος του οποίου η επιχείρηση είναι διαφήμιση
- συνώνυμο:
- διαφημιζόμενοσ ,
- άντμαν