Translation meaning & definition of the word "adversity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adversity
[Αντιξοότητεσ]/ædvərsɪti/
noun
1. A state of misfortune or affliction
- "Debt-ridden farmers struggling with adversity"
- "A life of hardship"
- synonym:
- adversity ,
- hardship ,
- hard knocks
1. Μια κατάσταση ατυχίας ή θλίψης
- "Αγρότες με χρέη που αγωνίζονται με τις αντιξοότητες"
- "Μια ζωή δυσκολιών"
- συνώνυμο:
- αντιξοότητεσ ,
- δυσκολία ,
- σκληρά χτυπήματα
2. A stroke of ill fortune
- A calamitous event
- "A period marked by adversities"
- synonym:
- adversity
2. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο κακής τύχης
- Ένα καταστροφικό γεγονός
- "Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από αντιξοότητες"
- συνώνυμο:
- αντιξοότητεσ
Examples of using
She carries on smiling even in the face of adversity.
Συνεχίζει να χαμογελάει ακόμα και μπροστά στις αντιξοότητες.