Translation meaning & definition of the word "adversary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adversary
[Αντίπαλος]/ædvərsɛri/
noun
1. Someone who offers opposition
- synonym:
- adversary ,
- antagonist ,
- opponent ,
- opposer ,
- resister
1. Κάποιος που προσφέρει αντιπολίτευση
- συνώνυμο:
- αντίπαλος ,
- ανταγωνιστήσ ,
- εναντιούμενοσ ,
- επαναποστολή