Translation meaning & definition of the word "adventurer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιπέτεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adventurer
[Περιπετειώδησ]/ædvɛnʧərər/
noun
1. A person who enjoys taking risks
- synonym:
- adventurer ,
- venturer
1. Ένα άτομο που απολαμβάνει να παίρνει ρίσκα
- συνώνυμο:
- τυχοδιώκτης ,
- ταξιδιώτησ
2. Someone who travels into little known regions (especially for some scientific purpose)
- synonym:
- explorer ,
- adventurer
2. Κάποιος που ταξιδεύει σε μικρές γνωστές περιοχές (ειδικά για κάποιο επιστημονικό σκοπό)
- συνώνυμο:
- εξερευνητήσ ,
- τυχοδιώκτης
Examples of using
I used to be an adventurer like you, then I took an arrow in the knee.
Ήμουν ένας τυχοδιώκτης σαν εσένα, τότε πήρα ένα βέλος στο γόνατο.