Translation meaning & definition of the word "adulthood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενήλικας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adulthood
[Ενηλικίωση]/ədəlthʊd/
noun
1. The period of time in your life after your physical growth has stopped and you are fully developed
- synonym:
- adulthood ,
- maturity
1. Η χρονική περίοδος στη ζωή σας μετά τη σωματική σας ανάπτυξη έχει σταματήσει και είστε πλήρως ανεπτυγμένοι
- συνώνυμο:
- ενηλικίωση ,
- ωριμότητα
2. The state (and responsibilities) of a person who has attained maturity
- synonym:
- adulthood
2. Το κράτος (και οι ευθύνες) ενός ατόμου που έχει επιτύχει ωριμότητα
- συνώνυμο:
- ενηλικίωση