Translation meaning & definition of the word "adulation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυμητοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adulation
[Συγκόλληση]/æʤəleʃən/
noun
1. Servile flattery
- Exaggerated and hypocritical praise
- synonym:
- adulation
1. Εξυπηρετική κολακεία
- Υπερβολικός και υποκριτικός έπαινος
- συνώνυμο:
- προσαρμογή