Translation meaning & definition of the word "adroit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιάτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adroit
[Ντρόιτ]/ədrɔɪt/
adjective
1. Quick or skillful or adept in action or thought
- "An exceptionally adroit pianist"
- "An adroit technician"
- "His adroit replies to hecklers won him many followers"
- "An adroit negotiator"
- synonym:
- adroit
1. Γρήγορη ή επιδέξια ή έμπειρη σε δράση ή σκέψη
- "Ένας εξαιρετικά επιδέξιος πιανίστας"
- "Ένας τεχνικός του αντιπάλου"
- "Οι απαντήσεις του στους χάκερ τον κέρδισαν πολλούς οπαδούς"
- "Επιδέξιος διαπραγματευτής"
- συνώνυμο:
- απολαυστικός