Translation meaning & definition of the word "adrift" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adrift
[Λατρεύω]/ədrɪft/
adjective
1. Aimlessly drifting
- synonym:
- adrift(p) ,
- afloat(p) ,
- aimless ,
- directionless ,
- planless ,
- rudderless ,
- undirected
1. Άσκοπα παρασυρόμενος
- συνώνυμο:
- αδριφ()<TAG1><TAG1> ,
- αφλοϊ() ,
- άσκοποσ ,
- χωρίσ κατεύθυνση ,
- άπλανοσ ,
- απατεώνασ ,
- μη κατευθυνόμενοσ
2. Afloat on the surface of a body of water
- "After the storm the boats were adrift"
- synonym:
- adrift(p)
2. Επίπλευση στην επιφάνεια ενός σώματος νερού
- "Μετά την καταιγίδα τα πλοία ήταν πανέμορφα"
- συνώνυμο:
- αδριφ()<TAG1><TAG1>
adverb
1. Floating freely
- Not anchored
- "The boat wasset adrift"
- synonym:
- adrift
1. Επιπλέει ελεύθερα
- Δεν αγκυροβολεί
- "Το σκάφος παρασύρθηκε"
- συνώνυμο:
- παρατάσσω
2. Off course, wandering aimlessly
- "There was a search for beauty that had somehow gone adrift"
- synonym:
- adrift
2. Εκτός φυσικά, περιπλάνηση άσκοπα
- "Υπήρξε μια αναζήτηση για την ομορφιά που είχε κάπως πάει παραπλανητική"
- συνώνυμο:
- παρατάσσω
Examples of using
The mast broke and our ship went adrift.
Ο ιστός έσπασε και το πλοίο μας πήγε παραμορφωμένο.