Translation meaning & definition of the word "adorn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πορνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adorn
[Αντόρ]/ədɔrn/
verb
1. Make more attractive by adding ornament, colour, etc.
- "Decorate the room for the party"
- "Beautify yourself for the special day"
- synonym:
- decorate ,
- adorn ,
- grace ,
- ornament ,
- embellish ,
- beautify
1. Κάντε πιο ελκυστική προσθέτοντας στολίδι, χρώμα κλπ.
- "Διακοσμήστε το δωμάτιο για το πάρτι"
- "Να παρακολουθείτε τον εαυτό σας για την ξεχωριστή ημέρα"
- συνώνυμο:
- διακοσμώ ,
- στολίζω ,
- χάρη ,
- στολίδι ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω
2. Be beautiful to look at
- "Flowers adorned the tables everywhere"
- synonym:
- deck ,
- adorn ,
- decorate ,
- grace ,
- embellish ,
- beautify
2. Να είσαι όμορφος να κοιτάς
- "Οι ανεμιστήρες κοσμούσαν τα τραπέζια παντού"
- συνώνυμο:
- κατάστρωμα ,
- στολίζω ,
- διακοσμώ ,
- χάρη ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω
3. Furnish with power or authority
- Of kings or emperors
- synonym:
- invest ,
- clothe ,
- adorn
3. Έπιπλα με δύναμη ή αρχή
- Βασιλιάδες ή αυτοκράτορες
- συνώνυμο:
- επενδύω ,
- ντύνομαι ,
- στολίζω