Translation meaning & definition of the word "adopt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υιοθετήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adopt
[Υιοθετώ]/ədɑpt/
verb
1. Choose and follow
- As of theories, ideas, policies, strategies or plans
- "She followed the feminist movement"
- "The candidate espouses republican ideals"
- synonym:
- adopt ,
- follow ,
- espouse
1. Επιλέξτε και ακολουθήστε
- Ως προς τις θεωρίες, τις ιδέες, τις πολιτικές, τις στρατηγικές ή τα σχέδια
- "Ακολούθησε το φεμινιστικό κίνημα"
- "Ο υποψήφιος ασπάζεται τα ρεπουμπλικανικά ιδανικά"
- συνώνυμο:
- υιοθετώ ,
- ακολουθεί ,
- εστιάζω
2. Take up and practice as one's own
- synonym:
- adopt ,
- borrow ,
- take over ,
- take up
2. Πάρτε και εξασκηθείτε ως δικό σας
- συνώνυμο:
- υιοθετώ ,
- δανείζω ,
- αναλαμβάνω ,
- παίρνω
3. Take on titles, offices, duties, responsibilities
- "When will the new president assume office?"
- synonym:
- assume ,
- adopt ,
- take on ,
- take over
3. Αναλάβετε τίτλους, γραφεία, καθήκοντα, ευθύνες
- "Πότε θα αναλάβει καθήκοντα ο νέος πρόεδρος?"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- υιοθετώ ,
- αναλαμβάνω
4. Take on a certain form, attribute, or aspect
- "His voice took on a sad tone"
- "The story took a new turn"
- "He adopted an air of superiority"
- "She assumed strange manners"
- "The gods assume human or animal form in these fables"
- synonym:
- assume ,
- acquire ,
- adopt ,
- take on ,
- take
4. Πάρτε μια συγκεκριμένη μορφή, χαρακτηριστικό ή πτυχή
- "Η φωνή του πήρε έναν θλιβερό τόνο"
- "Η ιστορία πήρε μια νέα στροφή"
- "Υιοθέτησε έναν αέρα υπεροχής"
- "Υπέθεσε περίεργους τρόπους"
- "Οι θεοί παίρνουν ανθρώπινη ή ζωική μορφή σε αυτούς τους μύθους"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- αποκτώ ,
- υιοθετώ ,
- αναλαμβάνω ,
- παίρνω
5. Take into one's family
- "They adopted two children from nicaragua"
- synonym:
- adopt ,
- take in
5. Πάρτε στην οικογένεια κάποιου
- "Υιοθέτησαν δύο παιδιά από τη νικαράγουα"
- συνώνυμο:
- υιοθετώ ,
- παίρνω
6. Put into dramatic form
- "Adopt a book for a screenplay"
- synonym:
- dramatize ,
- dramatise ,
- adopt
6. Τοποθετώ σε δραματική μορφή
- "Υιοθετήστε ένα βιβλίο για ένα σενάριο"
- συνώνυμο:
- δραματοποιώ ,
- υιοθετώ
7. Take up the cause, ideology, practice, method, of someone and use it as one's own
- "She embraced catholicism"
- "They adopted the jewish faith"
- synonym:
- espouse ,
- embrace ,
- adopt ,
- sweep up
7. Αναλάβετε την αιτία, την ιδεολογία, την πρακτική, τη μέθοδο κάποιου και χρησιμοποιήστε την ως δική του
- "Αγκάλιασε τον καθολικισμό"
- "Υιοθέτησαν την εβραϊκή πίστη"
- συνώνυμο:
- εστιάζω ,
- αγκαλιάζω ,
- υιοθετώ ,
- σαρώνω
Examples of using
I can't adopt your view.
Δεν μπορώ να υιοθετήσω την άποψή σας.
My wife wants to adopt a child.
Η γυναίκα μου θέλει να υιοθετήσει ένα παιδί.
Tom was hoping the committee would adopt his proposal.
Ο Τομ ήλπιζε ότι η επιτροπή θα υιοθετούσε την πρότασή του.