Translation meaning & definition of the word "ado" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αγγείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ado
[Αντο]/ədu/
noun
1. A rapid active commotion
- synonym:
- bustle ,
- hustle ,
- flurry ,
- ado ,
- fuss ,
- stir
1. Μια ταχεία ενεργή αναταραχή
- συνώνυμο:
- φασαρία ,
- παραπονιέμαι ,
- αναβλύζω ,
- αντο ,
- φάουσ ,
- ανακατεύω
Examples of using
Much ado about nothing.
Πολλά για το τίποτα.