Translation meaning & definition of the word "admonish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδελφό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Admonish
[Νευρικόσ]/ædmɑnɪʃ/
verb
1. Admonish or counsel in terms of someone's behavior
- "I warned him not to go too far"
- "I warn you against false assumptions"
- "She warned him to be quiet"
- synonym:
- warn ,
- discourage ,
- admonish ,
- monish
1. Νουθεσία ή συμβουλή όσον αφορά τη συμπεριφορά κάποιου
- "Τον προειδοποίησα να μην πάει πολύ μακριά"
- "Σας προειδοποιώ ενάντια σε ψευδείς υποθέσεις"
- "Τον προειδοποίησε να είναι ήσυχος"
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ ,
- αποθαρρύνω ,
- νουθετώ ,
- μονικόσ
2. Warn strongly
- Put on guard
- synonym:
- caution ,
- admonish ,
- monish
2. Προειδοποιήστε έντονα
- Βάζω φρουρά
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- νουθετώ ,
- μονικόσ
3. Take to task
- "He admonished the child for his bad behavior"
- synonym:
- admonish ,
- reprove
3. Παίρνω την εργασία
- "Προειδοποίησε το παιδί για την κακή συμπεριφορά του"
- συνώνυμο:
- νουθετώ ,
- επιβάλλω