Translation meaning & definition of the word "admittedly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βέβαια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Admittedly
[Ομολογουμένωσ]/ædmɪtɪdli/
adverb
1. As acknowledged
- "True, she is the smartest in her class"
- synonym:
- true ,
- admittedly ,
- avowedly ,
- confessedly
1. Όπως αναγνωρίζεται
- "Αλήθεια, είναι η πιο έξυπνη στην τάξη της"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- ομολογουμένωσ ,
- δηλητηριωδώσ