Translation meaning & definition of the word "admirable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπιθύμητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Admirable
[Θαυμαστόσ]/ædmərəbəl/
adjective
1. Deserving of the highest esteem or admiration
- "An estimable young professor"
- "Trains ran with admirable precision"
- "His taste was impeccable, his health admirable"
- synonym:
- admirable
1. Αξίζει την υψηλότερη εκτίμηση ή θαυμασμό
- "Ένας εκτιμητέος καθηγητής"
- "Τα τρένα έτρεχαν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια"
- "Η γεύση του ήταν άψογη, η υγεία του αξιοθαύμαστη"
- συνώνυμο:
- αξιοθαύμαστος
2. Inspiring admiration or approval
- "Among her many admirable qualities are generosity and graciousness"
- synonym:
- admirable
2. Εμπνευσμένος θαυμασμός ή έγκριση
- "Μεταξύ αυτών πολλές αξιοθαύμαστες ιδιότητες της είναι η γενναιοδωρία και η ευγένεια"
- συνώνυμο:
- αξιοθαύμαστος
Examples of using
The ability to work hard is an admirable quality, but the ability to relax is equally important.
Η ικανότητα να δουλεύεις σκληρά είναι μια αξιοθαύμαστη ποιότητα, αλλά η ικανότητα να χαλαρώνεις είναι εξίσου σημαντική.
The ability to work hard is an admirable quality, but the ability to relax is equally important.
Η ικανότητα να δουλεύεις σκληρά είναι μια αξιοθαύμαστη ποιότητα, αλλά η ικανότητα να χαλαρώνεις είναι εξίσου σημαντική.
The pursuit of truth is admirable.
Η επιδίωξη της αλήθειας είναι αξιοθαύμαστη.