Translation meaning & definition of the word "adjutant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντηρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adjutant
[Προσαρμοστήσ]/æʤətənt/
noun
1. An officer who acts as military assistant to a more senior officer
- synonym:
- adjutant ,
- aide ,
- aide-de-camp
1. Ένας αξιωματικός που ενεργεί ως στρατιωτικός βοηθός σε έναν πιο ανώτερο αξιωματικό
- συνώνυμο:
- υπασπιστήσ ,
- βοηθός
2. Large indian stork with a military gait
- synonym:
- adjutant bird ,
- adjutant ,
- adjutant stork ,
- Leptoptilus dubius
2. Μεγάλος ινδικός πελαργός με στρατιωτικό βάδισμα
- συνώνυμο:
- υποβολικό πουλί ,
- υπασπιστήσ ,
- υποβοηθός πελαργός ,
- Λεπτόπτιλος Ντούμπι