Translation meaning & definition of the word "adjourn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατζούρν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adjourn
[Αντιβαίνω]/əʤərn/
verb
1. Close at the end of a session
- "The court adjourned"
- synonym:
- adjourn ,
- recess ,
- break up
1. Κλείνει στο τέλος μιας συνεδρίας
- "Το δικαστήριο αναβλήθηκε"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- εσοχή ,
- διαλύω
2. Break from a meeting or gathering
- "We adjourned for lunch"
- "The men retired to the library"
- synonym:
- adjourn ,
- withdraw ,
- retire
2. Διάλειμμα από μια συνάντηση ή συγκέντρωση
- "Αναβάλλαμε για μεσημεριανό γεύμα"
- "Οι άνδρες αποσύρθηκαν στη βιβλιοθήκη"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- αποσύρω ,
- συνταξιοδοτώ