Translation meaning & definition of the word "adjoin" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "συμμετέχω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adjoin
[Παρακείμενοσ]/əʤɔɪn/
verb
1. Lie adjacent to another or share a boundary
- "Canada adjoins the u.s."
- "England marches with scotland"
- synonym:
- border ,
- adjoin ,
- edge ,
- abut ,
- march ,
- butt ,
- butt against ,
- butt on
1. Βρίσκεται δίπλα σε ένα άλλο ή μοιράζεται ένα όριο
- "Ο καναδάς γειτνιάζει με τις ηπα."
- "Η αγγλία πορεύεται με τη σκωτία"
- συνώνυμο:
- σύνορα ,
- παρακείμενο ,
- άκρη ,
- αμπούτ ,
- πορεία ,
- πισινός ,
- πισινός εναντίον ,
- πισινό
2. Be in direct physical contact with
- Make contact
- "The two buildings touch"
- "Their hands touched"
- "The wire must not contact the metal cover"
- "The surfaces contact at this point"
- synonym:
- touch ,
- adjoin ,
- meet ,
- contact
2. Να είστε σε άμεση σωματική επαφή με
- Κάνε επαφή
- "Τα δύο κτίρια αγγίζουν"
- "Τα χέρια τους άγγιξαν"
- "Το σύρμα δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με το μεταλλικό κάλυμμα"
- "Οι επιφάνειες έρχονται σε επαφή σε αυτό το σημείο"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- παρακείμενο ,
- συναντώ ,
- επικοινωνία
3. Attach or add
- "I adjoin a copy of your my lawyer's letter"
- synonym:
- adjoin
3. Επισύναψη ή προσθήκη
- "Γειτνιάζω με ένα αντίγραφο της επιστολής του δικηγόρου μου"
- συνώνυμο:
- παρακείμενο
Examples of using
Their farms adjoin.
Οι φάρμες τους γειτνιάζουν.