Translation meaning & definition of the word "adept" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αδερφός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adept
[Απασχολημένος]/ədɛpt/
noun
1. Someone who is dazzlingly skilled in any field
- synonym:
- ace ,
- adept ,
- champion ,
- sensation ,
- maven ,
- mavin ,
- virtuoso ,
- genius ,
- hotshot ,
- star ,
- superstar ,
- whiz ,
- whizz ,
- wizard ,
- wiz
1. Κάποιος που είναι εκθαμβωτικά εξειδικευμένος σε οποιοδήποτε τομέα
- συνώνυμο:
- άσος ,
- προσεκτικόσ ,
- πρωταθλητής ,
- αίσθηση ,
- μάβεν ,
- μάβιν ,
- βιρτουόζος ,
- ιδιοφυΐα ,
- εστίεσ ,
- αστέρι ,
- σούπερ σταρ ,
- παίζω ,
- παραπονιέμαι ,
- οδηγός ,
- βίζα
adjective
1. Having or showing knowledge and skill and aptitude
- "Adept in handicrafts"
- "An adept juggler"
- "An expert job"
- "A good mechanic"
- "A practiced marksman"
- "A proficient engineer"
- "A lesser-known but no less skillful composer"
- "The effect was achieved by skillful retouching"
- synonym:
- adept ,
- expert ,
- good ,
- practiced ,
- proficient ,
- skillful ,
- skilful
1. Έχοντας ή δείχνοντας γνώση και ικανότητα και ικανότητα
- "Πρόσληψη σε χειροτεχνήματα"
- "Ένας έμπειρος ζογκλέρ"
- "Εξειδικευμένη εργασία"
- "Ένας καλός μηχανικός"
- "Ένας εξασκημένος σκοπευτής"
- "Ένας ικανός μηχανικός"
- "Ένας λιγότερο γνωστός αλλά όχι λιγότερο επιδέξιος συνθέτης"
- "Το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με επιδέξια ρετουσάρισμα"
- συνώνυμο:
- προσεκτικόσ ,
- εμπειρογνώμονας ,
- καλός ,
- ασκείται ,
- ικανός ,
- επιδέξιος ,
- επιδέξιοσ