Translation meaning & definition of the word "adenosine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδενοσίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adenosine
[Αδενοσίνη]/ədɛnəsin/
noun
1. (biochemistry) a nucleoside that is a structural component of nucleic acids
- It is present in all living cells in a combined form as a constituent of dna and rna and adp and atp and amp
- synonym:
- adenosine
1. (βιοχημεία) ένα νουκλεοσιδικό που αποτελεί δομικό συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων
- Είναι παρούσα σε όλα τα ζωντανά κύτταρα σε συνδυασμένη μορφή ως συστατικό του δνα και του ρνα και της αεφ και ατρ και ατρ και αμρ
- συνώνυμο:
- αδενοσίνη