Translation meaning & definition of the word "additive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσθετο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Additive
[Πρόσθετοσ]/ædətɪv/
noun
1. Something added to enhance food or gasoline or paint or medicine
- synonym:
- additive
1. Κάτι προστέθηκε για να ενισχύσει τα τρόφιμα ή τη βενζίνη ή το χρώμα ή την ιατρική
- συνώνυμο:
- πρόσθετο
adjective
1. Designating or involving an equation whose terms are of the first degree
- synonym:
- linear ,
- additive
1. Προσδιορισμός ή συμμετοχή μιας εξίσωσης της οποίας οι όροι είναι του πρώτου βαθμού
- συνώνυμο:
- γραμμικός ,
- πρόσθετο
2. Characterized or produced by addition
- "An additive process"
- synonym:
- additive
2. Χαρακτηρίζεται ή παράγεται από προσθήκη
- "Μια πρόσθετη διαδικασία"
- συνώνυμο:
- πρόσθετο