Translation meaning & definition of the word "addiction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εθισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Addiction
[Εθισμός]/ədɪkʃən/
noun
1. Being abnormally tolerant to and dependent on something that is psychologically or physically habit-forming (especially alcohol or narcotic drugs)
- synonym:
- addiction ,
- dependence ,
- dependance ,
- dependency ,
- habituation
1. Είναι ασυνήθιστα ανεκτικό και εξαρτάται από κάτι που είναι ψυχολογικά ή σωματικά συνηθισμένο (ειδικά αλκοόλ ή ναρκωτικά φάρμακα)
- συνώνυμο:
- εθισμός ,
- εξάρτηση ,
- εξοικείωση
2. An abnormally strong craving
- synonym:
- addiction
2. Μια ασυνήθιστα ισχυρή λαχτάρα
- συνώνυμο:
- εθισμός
3. (roman law) a formal award by a magistrate of a thing or person to another person (as the award of a debtor to his creditor)
- A surrender to a master
- "Under roman law addiction was the justification for slavery"
- synonym:
- addiction
3. (ρωμαϊκός νόμος) επίσημο βραβείο από δικαστή ενός πράγματος ή προσώπου σε άλλο πρόσωπο (ας το βραβείο οφειλέτη στο πιστωτικό του)
- Παράδοση σε έναν δάσκαλο
- "Κάτω από το ρωμαϊκό νόμο ο εθισμός ήταν η δικαιολογία για τη δουλεία"
- συνώνυμο:
- εθισμός
Examples of using
Stopgap measures won't make a dent in drug addiction.
Τα μέτρα σταματήματος δεν θα κάνουν οδοντοστοιχία στον εθισμό στα ναρκωτικά.