Translation meaning & definition of the word "addicted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εθισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Addicted
[Εθισμένος]/ədɪktɪd/
adjective
1. Compulsively or physiologically dependent on something habit-forming
- "She is addicted to chocolate"
- "Addicted to cocaine"
- synonym:
- addicted
1. Καταναγκαστικά ή φυσιολογικά εξαρτώμενα από κάτι που σχηματίζει συνήθεια
- "Είναι εθισμένη στη σοκολάτα"
- "Εθισμένος στην κοκαΐνη"
- συνώνυμο:
- εθισμένος
Examples of using
I'm addicted to what I do.
Είμαι εθισμένος σε αυτό που κάνω.
He's addicted to heroin.
Είναι εθισμένος στην ηρωίνη.
Stop drinking. You're addicted.
Σταματήστε να πίνετε. Είσαι εθισμένος.