Translation meaning & definition of the word "addict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εθισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Addict
[Εθιστικόσ]/ədɪkt/
noun
1. Someone who is so ardently devoted to something that it resembles an addiction
- "A golf addict"
- "A car nut"
- "A bodybuilding freak"
- "A news junkie"
- synonym:
- addict ,
- nut ,
- freak ,
- junkie ,
- junky
1. Κάποιος που είναι τόσο ένθερμα αφοσιωμένος σε κάτι που μοιάζει με εθισμό
- "Εθισμένος στο γκολφ"
- "Ένα καρύδι αυτοκινήτου"
- "Ένα φρικιό τέχνασμα του σώματος"
- "Ένας ειδησεογραφικός παίκτης"
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενοσ ,
- καρύδι ,
- φρέικ ,
- τζανκυ ,
- τζούνκι
2. Someone who is physiologically dependent on a substance
- Abrupt deprivation of the substance produces withdrawal symptoms
- synonym:
- addict
2. Κάποιος που εξαρτάται φυσιολογικά από μια ουσία
- Η απότομη στέρηση της ουσίας παράγει συμπτώματα στέρησης
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενοσ
verb
1. To cause (someone or oneself) to become dependent (on something, especially a narcotic drug)
- synonym:
- addict ,
- hook
1. Για να προκαλέσετε (απόνη ή τον εαυτό σας) να γίνει εξαρτημένος (όν κάτι, ειδικά ένα ναρκωτικό φάρμακο)
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενοσ ,
- γάντζος
Examples of using
My name is Tom and I'm an addict.
Το όνομά μου είναι Τομ και είμαι εξαρτημένος.
Tom became a drug addict.
Ο Τομ έγινε ναρκομανής.
She's an heroin addict.
Είναι εξαρτημένη από ηρωίνη.