Translation meaning & definition of the word "adaptor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσαρμοστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adaptor
[Προσαρμοστήσ]/ədæptər/
noun
1. Device that enables something to be used in a way different from that for which it was intended or makes different pieces of apparatus compatible
- synonym:
- adapter ,
- adaptor
1. Συσκευή που επιτρέπει σε κάτι να χρησιμοποιηθεί με τρόπο διαφορετικό από αυτό για το οποίο προοριζόταν ή καθιστά διαφορετικά κομμάτια συσκευής συμβατά
- συνώνυμο:
- προσαρμοστής ,
- προσαρμοστήσ