Translation meaning & definition of the word "adapter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adapter
[Προσαρμοστήσ]/ədæptər/
noun
1. A musician who adapts a composition for particular voices or instruments or for another style of performance
- synonym:
- arranger ,
- adapter ,
- transcriber
1. Ένας μουσικός που προσαρμόζει μια σύνθεση για συγκεκριμένες φωνές ή όργανα ή για ένα άλλο στυλ απόδοσης
- συνώνυμο:
- ενορχηστρωτήσ ,
- προσαρμοστής ,
- υπερβαίνων
2. Device that enables something to be used in a way different from that for which it was intended or makes different pieces of apparatus compatible
- synonym:
- adapter ,
- adaptor
2. Συσκευή που επιτρέπει σε κάτι να χρησιμοποιηθεί με τρόπο διαφορετικό από αυτό για το οποίο προοριζόταν ή καθιστά διαφορετικά κομμάτια συσκευής συμβατά
- συνώνυμο:
- προσαρμοστής ,
- προσαρμοστήσ