Translation meaning & definition of the word "adaptable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσαρμόσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adaptable
[Προσαρμόσιμο]/ədæptəbəl/
adjective
1. Capable of adapting (of becoming or being made suitable) to a particular situation or use
- "To succeed one must be adaptable"
- "The frame was adaptable to cloth bolts of different widths"
- synonym:
- adaptable
1. Ικανό να προσαρμόσει ( του να γίνει ή να γίνει κατάλληλο) σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή χρήση
- "Για να πετύχει κάποιος πρέπει να είναι προσαρμοστικός"
- "Το πλαίσιο ήταν προσαρμόσιμο στα μπουλόνια υφασμάτων των διαφορετικών πλατών"
- συνώνυμο:
- προσαρμοστέα
Examples of using
I'm adaptable.
Είμαι προσαρμοστικός.